μονοθέσιος

μονοθέσιος
α, ο[ν] одноместный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μονοθέσιος" в других словарях:

  • μονοθέσιος — α, ο αυτός που έχει μία μόνο θέση είτε ως δημόσιο αξίωμα είτε ως κάθισμα (α. «μονοθέσιο σχολείο» β. «μονοθέσιο αεροπλάνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θέσιος (< θέση), πρβλ. δι θέσιο] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»